- συνεργάτιδα
- η, Νβλ. συνεργάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεργάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, ιδος, Α [συνεργάζομαι] αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… … Dictionary of Greek
Κοέν, Στάνλεϊ — (Stanley Cohen, Μπρούκλιν 1922 –). Αμερικανός βιοχημικός και βιολόγος, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε ζωολογία και βιοχημεία σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και στη διάρκεια των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών του διεξήγαγε έρευνες σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
Μάιτνερ, Λίζε — (Lise Meitner, Βιέννη 1878 – Κέιμπριτζ, Αγγλία 1968). Αυστριακή φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πολύ νέα αφοσιώθηκε στη μελέτη της ραδιενέργειας τελειοποιώντας μία μέθοδο για την ηλεκτρολυτική επικάθηση του ακτινίου (1911) και των ισοτόπων του… … Dictionary of Greek
Μποβουάρ, Σιμόν ντε- — (Simone de Beauvoir, Παρίσι 1908 – 1986). Γαλλίδα συγγραφέας. Συνεργάτιδα του Σαρτρ, συμμεριζόταν τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του (υπαρξισμός), δίνοντας κάπως περισσότερη έμφαση στη θετική πλευρά τους και τα άμεσα σύγχρονα θέματα. Εκτός από μερικά … Dictionary of Greek
Ουράνη, Ελένη — (Αθήνα 1896 – 1971). Είναι γνωστή στα γράμματα με το ψευδώνυμο Άλκης θρύλος. Ελληνίδα κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Κόρη του πλουσιότατου Αθηναίου πολιτικού και οικονομολόγου Μιλτιάδη Νεγρεπόντη και σύζυγος του ποιητή Κώστα Ουράνη,… … Dictionary of Greek
Περόν, Χουάν Ντομίνγκο — (Perόn, Λόμπος 1895 – Μπουένος Άιρες 1974). Αργεντινός στρατιωτικός και πολιτικός. Κατατάχτηκε στο στρατό και φοίτησε στην ανώτερη σχολή πολέμου. Υπηρέτησε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη (1933) ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Σαντιάγκο της Χιλής … Dictionary of Greek
Στεφανόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. 1. Ανδρέας. Πολιτευτής (1860 1938). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού. Άρχισε να πολιτεύεται το 1892 με την παράταξη του κόμματος του Χ.… … Dictionary of Greek
Ταλμά, Φρανσουά Ζοζέφ — (Talma, 1763 – 1826). Κορυφαίος Γάλλος ηθοποιός. Ο Τ. υπήρξε εξαίρετος ερμηνευτής τραγικών ρόλων και ο δημοφιλέστερος ηθοποιός στα χρόνια της δημοκρατίας, της αυτοκρατορίας και της παλινόρθωσης της μοναρχίας. Θαυμαστής του υπήρξε ο Ναπολέοντας… … Dictionary of Greek